- κοίτῃ
- κοίτηbedsteadfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοίτη — bedstead fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
κοίτη — η 1. κλίνη, κρεβάτι: Κοιμούνται στην ίδια κοίτη. 2. κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ρυάκι ή ποτάμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοίτηι — κοίτῃ , κοίτη bedstead fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτᾶν — κοίτη bedstead fem gen pl (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act masc voc sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act masc nom sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτῶν — κοίτη bedstead fem gen pl κοιτάζω put to bed fut part act masc voc sg κοιτάζω put to bed fut part act neut nom/voc/acc sg κοιτάζω put to bed fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῖται — κοίτη bedstead fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίταις — κοίτη bedstead fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίταισι — κοίτη bedstead fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίταισιν — κοίτη bedstead fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)